ταμίης

ταμίης
τάμιας
one who carves and distributes
masc nom sg (epic ionic)
ταμία
housekeeper
fem gen sg (epic ionic)
ταμίας
masc nom sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταμίης — ὁ, Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. ταμίας …   Dictionary of Greek

  • ЭОЛ —    • Aeolus,          Αίολος,        1. старший сын Геллена и нимфы Орсеиды, внук Девкалиона или Зевса, брат Дора и Ксуфа, властитель фессалийской Магнесии, родоначальник эолийского племени и потому один из прародителей эллинского народа.… …   Реальный словарь классических древностей

  • ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”